- πολύκλωνος
- -η, -ο / πολύκλωνος, -ον, ΝΜΑαυτός που έχει πολλούς κλώνους, πολλά κλαδιάνεοελλ.1. βιολ. χαρακτηρισμός ενός ιστού ή μιας δομής που προέρχεται από έναν αριθμό ιδρυτικών κυττάρων ή από διάφορους κυτταρικούς κλώνους και επίσης ειδικών αντισωμάτων που έχουν ληφθεί με ανοσία ενός ζώου και αντιπροσωπεύουν τα προϊόντα διαφόρων κλώνων κυττάρων2. (για καλώδιο) αυτός που έχει πολλά σύρματαμσν.το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύκλωνονονομασία φυτούαρχ.φρ. «ἀρτεμισία πολύκλωνος»βοτ. η αμβροσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κλωνος (< κλῶνος), πρβλ. μονό-κλωνος].
Dictionary of Greek. 2013.